- νοσεάνης
- ο(ορυκτ.) σύνθετο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου και τού θειικού νατρίου που ανήκει στην ομάδα τών αστριοειδών, αλλ. νοσελίνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nosean < γερμ. Nosean < Karl Nose, όν. Γερμανού γεωλόγου].
Dictionary of Greek. 2013.